τρέμει

τρέμει
τρέμω
tremble
pres ind mp 2nd sg
τρέμω
tremble
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • P.A.O.K. F.C. — P.A.O.K. Full name Panthessaloníkios Athlitikós Ómilos Kostantinopolitón (Pan Thessalonian Athletic Club of Constantinopolitans) (Greek: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών) …   Wikipedia

  • ατρεμούλιαστος — η, ο 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν τρέμει, που δεν τρεμουλιάζει από φόβο, κρύο ή αρρώστια 2. (για ήχο ή φως) αυτός που δεν τρέμει, που δεν παρουσιάζει παλμικές κινήσεις …   Dictionary of Greek

  • βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • σύγκορμος — η, ο, Ν 1. αυτός που περιλαμβάνει ή αφορά ολόκληρο το σώμα, που εκτείνεται σε όλο το σώμα 2. φρ. «τρέμει σύγκορμος» τρέμει ολόκληρος, από την κορυφή ώς τα νύχια. Επόρρ. σύγκορμα Ν σε ολόκληρο το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορμος (< κορμός),… …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • άτρεμος — η, ο αυτός που δεν τρέμει, ατρεμούλιαστος («άτρεμη φωνή») …   Dictionary of Greek

  • άτρεστος — ἄτρεστος, ον (Α) [τρέω] 1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα άφοβα …   Dictionary of Greek

  • έκτρομος — ἔκτρομος, ον (Α) αυτός που τρέμει, περίτρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”